- ὁπλομανής
- ὁπλο-μανής, ές, rasend kampfbegierig, waffentoll
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπλομανής — ὁπλομανής, ές (Α) 1. αυτός που αγαπά μανιωδώς τα όπλα 2. αυτός που αγαπά πολύ τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππο μανής] … Dictionary of Greek
ὁπλομανοῦς — ὁπλομανής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλομανεῖ — ὁπλομανέω to be mad on war pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὁπλομανέω to be mad on war pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ὁπλομανής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁπλομανής masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλομανία — ὁπλομανία, ἡ (Μ) [οπλομανής] μανιώδης αγάπη για τα όπλα και για τον πόλεμο … Dictionary of Greek
οπλομανώ — ὁπλομανῶ, έω (Α) [οπλομανής] 1. αγαπώ μανιωδώς τα όπλα και τον πόλεμο 2. φρ. «ὁπλομανῶ περί τινος» επιδεικνύω ζήλο για κάτι, επιθυμώ να αγωνιστώ για κάτι (Ποσειδών.) … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek